αγόμφωτος

αγόμφωτος
-η, -ο (Α ἀγόμφωτος, -ον) [γομφῶ]
αυτός που δεν έχει συναρμοστεί με γόμφους, δηλαδή με ξύλινα ή μεταλλικά καρφιά
νεοελλ.
(για δόντια) αυτός που δεν είναι καλά στερεωμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”